- δύσοπτον
- δύσοπτοςhard to detectmasc/fem acc sgδύσοπτοςhard to detectneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύσοπτος — δύσοπτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει κανείς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσοπτον η σκοτεινότητα … Dictionary of Greek